- βάλῃς
- βάλλωthrowaor subj act 2nd sgβά̱λῃς , βάλλωthrowaor subj act 2nd sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βαλής — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 200 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καινούργιου του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γόρτυνας. * * * ο διοικητής βιλαετιού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. vali] … Dictionary of Greek
βαλής — ο (λ. αραβ.), Tούρκος διοικητής, τοπάρχης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βαλής, Ιωάννης — Αγωνιστής του 1821. Ήταν Ψαριανός στην καταγωγή και πήρε μέρος στις ναυτικές επιχειρήσεις του Αγώνα κάτω από τις διαταγές του Παπανικολή … Dictionary of Greek
βάληις — βάλῃς , βάλλω throw aor subj act 2nd sg βά̱λῃς , βάλλω throw aor subj act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
βιλαέτι — Την εποχή της τουρκοκρατίας, β. ονομαζόταν η επαρχία. Ο βαλής, όπως λεγόταν ο διοικητής του β., είχε μεγάλες δικαιοδοσίες. Στην πρωτεύουσα των β. έδρευε γενικό συμβούλιο, που συνεδρίαζε μία φορά τον χρόνο επί σαράντα ημέρες. Οποιαδήποτε απόπειρα… … Dictionary of Greek
въложити — ВЪЛОЖ|ИТИ (259), ОУ, ИТЬ гл. 1. Поместить, вложить внутрь чего л.: аште въложиши || ѹгль огньнъ. [в сосуд] исѹшѩѥть и пожьжеть влагѹ и очиштѩють. Изб 1076, 208–208 об.; и въложьше [его] въ корабль. СкБГ XII, 16б; и б҃аство и ины вещи. въ ˫адра… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Αλή πασάς, Γιαβούζ — (; – 1604).Βεζίρης επί σουλτάνου Αχμέτ Α’.Καταγόταν από τη Βοσνία και το οικογενειακό του όνομα ήταν Μάλκοβιτς. Διετέλεσε σιλιχτάρης (σπαθάριος) στη σουλτανική αυλή και αργότερα βαλής (έπαρχος) στην Αίγυπτο. Διορίστηκε αντιβασιλιάς με… … Dictionary of Greek
Αλή πασάς, Μαχντούμπ — (15ος αι.). Τούρκος μεγάλος βεζίρης επί Βαγιαζίτ Β’ (1447 1512). Διορίστηκε αρχηγός του τουρκικού στρατού σε διάφορες εκστρατείες, με σπουδαιότερες εκείνες της Τρανσυλβανίας, της Κιλικίας και της Πελοποννήσου. Κατόρθωσε να νικήσει και στις τρεις… … Dictionary of Greek
Αλή πασάς, Χεκίμογλου — (Κωνσταντινούπολη1689 – Κιουτάχια 1759)Γιος του αρχίατρου του σουλτάνουβενετικής καταγωγής. Υπηρέτησε σε διάφορες θέσεις και διακρίθηκε στην εκστρατεία εναντίον της Περσίας (1727). Για τις υπηρεσίες του διορίστηκε μεγάλος βεζίρης (1732), κατά τη… … Dictionary of Greek